- στείνω
- Α1. καθιστώ στενό κάτι, συστέλλω2. παθ. στείνομαιείμαι ή γίνομαι πλήρης, γεμίζω (α. «στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων», Ομ. Οδ.β. «στεινόμενος νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.)3. (για πλήθος) συνωστίζομαι («στείνοντο δὲ λαοί», Ομ. Ιλ.)4. μτφ. στενοχωριέμαι, υποφέρω («ἀρνειὸς λάχνῳ στεινόμενος», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από τον ιων. τ. στεινός τού επιθ. στενός*].
Dictionary of Greek. 2013.